- αναβραστός
- η , ό кипящий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάβραστος — (I) η, ο, άβραστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + βραστός < βράζω]. (II) ἀνάβραστος, ον (Α) [ἀναβράσσω] βρασμένος, καλοβρασμένος … Dictionary of Greek
αναβραστός — ή, ό [αναβράζω] 1. ζεματιστός, καυτός 2. αυτός που βράζει ακόμα, μισοβρασμένος … Dictionary of Greek
ἀνάβραστον — ἀνάβραστος boiled masc/fem acc sg ἀνάβραστος boiled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβράστοις — ἀνάβραστος boiled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβράστου — ἀνάβραστος boiled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβράστων — ἀνάβραστος boiled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάβραστα — ἀνάβραστος boiled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάβραστοι — ἀνάβραστος boiled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάβραστ' — ἀνάβραστα , ἀνάβραστος boiled neut nom/voc/acc pl ἀνάβραστε , ἀνάβραστος boiled masc/fem voc sg ἀ̱νάβραστο , ἀναβράζω boil plup ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱νάβρασται , ἀναβράζω boil perf ind mp 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβράσσω — ἀναβράσσω και άττω (Α) 1. βράζω κάτι καλά, μέχρι κοχλασμού 2. τινάζω κάτι προς τα επάνω, εκσφενδονίζω 3. πηδώ έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + βράσσω. ΠΑΡ. ἀνάβραση( ις), ἀναβρασμός, ἀνάβραστος] … Dictionary of Greek